μίκρεμα

μίκρεμα
το -ατος, το να γίνει κάτι μικρότερο, η σμίκρυνση: Το μίκρεμα του παντελονιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίκρεμα — και μίκραιμα, το [μικραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μικραίνω, σμίκρυνση, μείωση, ελάττωση, βράχυνση …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάττωση — η μείωση, μίκρεμα, λιγόστεμα: Ελάττωση της κατανάλωσης του ρεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόντεμα — το, ατος 1. η ενέργεια του κονταίνω, μίκρεμα. 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοντεύω, πλησίασμα, ζύγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”